λάφυρο — το καθετί που παίρνει ο αντίπαλος από τον εχθρό σε πόλεμο, η λεία του πολέμου: Σκότωσε τον πολεμιστή και πήρε λάφυρο την ασπίδα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… … Dictionary of Greek
σκυλώ — (I) άω ή έω, ΜΑ (πιθ. τ.) σκυλεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦλον «λάφυρο». Ο τ. ωστόσο έχει διορθωθεί σε σκύλλω]. (II) όω, Α (κατά τον Ησύχ.) «καλύπτω, σκεπάζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλον* «λάφυρο», παρ ότι η σημ. τού ρ. θα οδηγούσε μάλλον στον τ. σκύλος (τό)… … Dictionary of Greek
Λάφριος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Κασταλία και εγγονός του Δελφού. Εικονίζεται σε νομίσματα να κρατάει λύρα. II Προσωνυμία του θεού Απόλλωνα στην Αιτωλία (από τον ναό του που βρισκόταν στον Λαφριαίο λόφο), του Ερμή ως… … Dictionary of Greek
άγρα — I Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά … Dictionary of Greek
άγρευμα — (I) ἄγρευμα, το (Α) [ἀγρεύω] 1. αυτό που πιάστηκε σε κυνήγι, θήραμα, λεία, λάφυρο 2. το μέσο με το οποίο θηρεύεται κάτι, κυνηγετικό δίχτυ. (II) ἄγρευμα, το (Α) [ἀγρός] στον πληθ. τὰ ἀγρεύματα ο αγρός που πρόσφατα ξεχερσώθηκε … Dictionary of Greek
έλωρ — ἕλωρ, το (Α) 1. αυτός που αρπάζεται με τη βία, λάφυρο, λεία 2. στον πληθ. φόνος, θάνατος … Dictionary of Greek
αιχμαλώτευμα — αἰχμαλώτευμα, το (Μ) [αἰχμαλωτεύω] πολεμικό λάφυρο, λεία … Dictionary of Greek
αποσκυλεύω — ἀποσκυλεύω (Α) παίρνω κάτι ως λάφυρο … Dictionary of Greek
εκπέρθω — ἐκπέρθω (Α) 1. εκπορθώ 2. καταργώ 3. παίρνω ως λάφυρο … Dictionary of Greek